- ἴκμιος
- ἴκμιος, feucht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ίκμιος — ἴκμιος, ον, θηλ. και ία (Α) [ικμάς] 1. υγρός 2. (ως επίθ. τού Αρισταίου) ικμαίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ικμ άς + ιος αντί τού *ικμά διος < θ. ικμάδ τού ἰκμάς, άδος] … Dictionary of Greek
ἴκμιος — moist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰκμίου — ἴκμιος moist masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴκμια — ἴκμιος moist neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… … Dictionary of Greek